ενίσταμαι

ενίσταμαι
ενιστάμενος, αμτβ.
1. εναντιώνομαι, προβάλλω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, γνώμη, ενέργεια κτό.: Ενίσταμαι στην απόφαση του συμβουλίου.
2. (νομ.), κάνω ένσταση στο δικαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενίσταμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐνίσταμαι — ἐνίστημι put pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… …   Dictionary of Greek

  • διενίσταμαι — (Μ) [ενίσταμαι] εναντιώνομαι, φέρνω αντιρρήσεις …   Dictionary of Greek

  • περιενίσταμαι — Α είμαι κοντά, πλησιάζω («περιενισταμένου τοῡ ἦρος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐνίσταμαι «τοποθετούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προενίσταμαι — Α [ἐνίσταμαι] προβάλλω ένσταση προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐԿԱՄ — (կացի կամ ցայ, ցեալ.) NBH 2 0418 Chronological Sequence: Unknown date, 6c չ. ἑνίσταμαι insisto, insto. Կալ. ʼի վերայ կալ. կայանալ. գտանիլ ներկայ. հաստիլ. կարգիլ. *Պատկանաւոր ժամանակ ʼի յայնժամ ներկացաւ. Բրս. ծն.: *Կայանան եւ զտեղի առնուն. ո՛րզան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”